Η ανάλυση απογραφικών στοιχείων του πληθυσμού, των αγροτικών ζώων και των χρήσεων/κάλυψης γης, στη νήσο Κέρκυρα, μεταξύ 1761 – 2006.
Στόχος της έρευνας ήταν η ενοποίηση των απογραφικών δεδομένων σχετικών με τον
πληθυσμό, τον αριθμό των αγροτικών ζώων και των χρήσεων/κάλυψης γης για το διάστημα
1761 – 2006 και η ερμηνεία της διαχρονικής τους μεταβολής. Κύρια πηγή πληροφοριών
αποτέλεσαν τα Αρχεία της Περιφερειακής Ενότητας Κέρκυρας, όπου φυλάσσεται πλήθος
ιστορικών αρχείων με χρονολογική αφετηρία από την εποχή της Βενετοκρατίας και οι βάσεις
δεδομένων της ΕΣΥΕ. Από τα αποτελέσματα της έρευνας προέκυψε ότι έλαβε χώρα η
διαχρονική αύξηση του πληθυσμού της νήσου κατά 135% και η συγκέντρωση μεγάλου
μέρους του πληθυσμού στην πόλη της Κέρκυρας κατά 35% και 40% τα έτη 1761 και 2001
αντίστοιχα. Διαπιστώθηκε επίσης, η συνεχής αύξηση των αγροτικών ζώων έως το 1961,
λόγω της αύξησης του πληθυσμού και παράλληλα του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων και
μείωση του αριθμού τους μεταξύ 1961 – 2006, λόγω της έντονης τουριστικής ανάπτυξης.
Συνολικά, η έκταση της καλλιεργήσιμης γης στη νήσο είναι σημαντική, καταλαμβάνοντας
διαχρονικά το μεγαλύτερο ποσοστό επί του συνόλου των χρήσεων/κάλυψης γης.
Ο πολυλειτουργικός χαρακτήρας του συστήματος μετακινούμενης αιγοπροβατοτροφίας στην Ελλάδα
Το σύστημα της μετακινούμενης αιγοπροβατοτροφίας απαντάται στην Ελλάδα και σε ορισμένες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με τις ιστορικές του καταβολές να εντοπίζονται αρκετούς αιώνες πριν. Σήμερα στη χώρα υπάρχουν περίπου 3000 μετακινούμενες εκτροφές που εκτρέφουν πάνω από 1 εκ. αιγοπρόβατα (περίπου το 7,5% του αιγοπρόβειου πληθυσμού της χώρας), οι οποίες πραγματοποιούν από μικρές τοπικές μετακινήσεις μέχρι και μετακινήσεις άνω των 300 χιλιομέτρων. Σκοπός αυτής της εργασίας είναι η ολοκληρωμένη παρουσίαση του συστήματος, το οποίο αποτελεί παράδειγμα εκτατικού και πολυλειτουργικού συστήματος εκτροφής. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του συστήματος συμβάλει στη διατήρηση της ζωτικότητας ορεινών, μειονεκτικών και οριακών οικισμών, κατά τους θερινούς μήνες, στους οποίους συχνά η κτηνοτροφία είναι μοναδική επιλογή απασχόλησης. Ο περιβαλλοντικός του ρόλος είναι επίσης σημαντικός, τόσο μέσω της αξιοποίησης και διαχείρισης ορεινών βοσκοτόπων, όσο και μέσω της εκτροφής παραδοσιακών φυλών ζώων, προστατεύοντας, έτσι, τη βιοποικιλότητα. Η παραγωγή παραδοσιακών τυροκομικών προϊόντων με γάλα από μετακινούμενες εκτροφές αποτελεί μια δραστηριότητα που μπορεί να συμβάλει περαιτέρω στην ανταγωνιστική θέση του συστήματος στη χώρα, παρέχοντας ταυτόχρονα πολλαπλασιαστικές ωφέλειες και παγιώνοντας τον πολυλειτουργικό ρόλο του συστήματος.
Πληρώνοντας τη διατήρηση της βλάστησης ως υπηρεσία του οικοσυστήματος για την αύξηση των πληθυσμών ειδών της πανίδας
Οι πληρωμές για υπηρεσίες του οικοσυστήματος ή του περιβάλλοντος (PES) ορίζονται ως εκείνες οι συμβάσεις στις οποίες οι ιδιοκτήτες γης αμείβονται για την παραγωγή μίας ή περισσοτέρων υπηρεσιών του οικοσυστήματος. Εδώ και πολλά έτη οι κυνηγετικές οργανώσεις αμείβουν ιδιοκτήτες γης για τη βελτίωση του ενδιαιτήματος των θηραμάτων. Η παρούσα έρευνα εξετάζει την περίπτωση μιας τέτοιας δράσης που διεξάγεται σε περιοχή της Περιφερειακής Ενότητας Δράμας από το 2006. Συγκεκριμένα, οι κυνηγετικές οργανώσεις πληρώνουν το ποσό των 2000 ευρώ ετησίως στον αγροτικό συνεταιρισμό Δοξάτου για να διατηρηθεί η καλαμιά των σιτηρών σε έκταση 7,5 km². Μέσω ερωτηματολογίων στους κυνηγούς διερυνήθηκε κατά πόσο η παρούσα δράση είχε θετικά αποτελέσματα ως προς την αύξηση του θηράματος και την ποιότητα θήρας. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν πως το ορτύκι (Coturnix coturnix) αύξησε την αφθονία του στην περιοχή και ότι βελτιώθηκε η ποιότητα της θήρας. Αποδεικνύεται πως το οικονομικό εργαλείο των PES βρίσκει εφαρμογή στη χώρα μας, πως ικανοποιεί σημαντικό μέρος των χρηστών της γης, αγρότες και κυνηγούς, και μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα για την υλοποίηση ανάλογων δράσεων στην Ελλάδα στα πλαίσια της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής.
Οι ιστορικές διαδρομές των εποχιακών μετακινήσεων των κοπαδιών της νοτιοδυτικής Μακεδονίας: Η περίπτωση της Βλάστης και των Ναμάτων
Οι κάτοικοι των ορεινών οικισμών της νοτιοδυτικής Μακεδονίας (περιοχές Γρεβενών και Βοΐου), στήριξαν σημαντικό μέρος της οικονομίας τους στην κτηνοτροφία. Η ανάπτυξη αυτής της οικονομικής δραστηριότητας, σε συνδυασμό με τις γεωμορφολογικές και κλιματολογικές συνθήκες, ανάγκαζε τις ποιμενικές οικογένειες και τα κοπάδια τους σε εποχιακές (εξαμηνιαίες) μετακινήσεις κατά τους χειμερινούς μήνες, σε περιοχές με ήπιους χειμώνες και διαθέσιμους βοσκότοπους. Στην παρούσα εργασία επιλέγεται για διερεύνηση το δίκτυο των διαδρομών που ακολουθούσαν τα εποχιακά μετακινούμενα κοπάδια των οικισμών Μπλάτσι (Βλάστη) και Πιπιλίστα (Νάματα) του όρους Σινιάτσικου, από τις αρχές μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Σκοπός είναι η καταγραφή των διαδρομών και η διερεύνησή τους ως ένα ιστορικό δίκτυο. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι οι πληθυσμοί των οικισμών αυτών παρουσίαζαν σημαντική διασπορά στον γεωγραφικό χώρο κατά τους χειμερινούς μήνες, καθώς επέλεγαν ως τόπους διαχείμασης (χειμαδιά) διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας και της Κεντρικής Μακεδονίας.
Πολιτικές διατήρησης των απειλούμενων αγροτικών ζώων: Η περίπτωση των ιπποειδών εργασίας
Τα ιπποειδή εργασίας χρησιμοποιούνται από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα, για κάθε είδους καθημερινές εργασίες. Στην περίπτωση της μεταφοράς ξύλου και ξυλωδών προϊόντων, τα ιπποειδή εργασίας είναι τα βασικά μέσα που χρησιμοποιούνται για να γίνει η μεταφορά αυτή. Αντιμετωπίζουν, όμως, ένα σοβαρό πρόβλημα, που δεν είναι άλλο από την έλλειψη της γενετικής τους προστασίας. Απαιτείται χάραξη περιβαλλοντικής πολιτικής και με συνεισφορά από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, έτσι ώστε να συνεχίσουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη μεταφορά δασικών προϊόντων. Η συγκεκριμένη έρευνα πραγματοποιήθηκε στο Ν. Έβρου, στους ιδιοκτήτες ιπποειδών εργασίας. Για τη διεξαγωγή της χρησιμοποιήθηκε ερωτηματολόγιο με ερωτήσεις προσαρμοσμένες στις ανάγκες της έρευνας και χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της προσωπικής συνέντευξης. Για την επεξεργασία των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε η περιγραφική στατιστική. Η ερευνητική διαδικασία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ιδιοκτήτες ιπποειδών εργασίας έχουν ανάγκη τη χρηματοδότηση από το κράτος, έτσι ώστε να συνεχίσουν να έχουν στην ιδιοκτησία τους και να μην χρειαστεί να τα πουλήσουν αγοράζοντας μηχανήματα. Επίσης, αποδεικνύεται η ισχυρή σχέση που έχει ο κάθε ιδιοκτήτης με τα ζώα του, αφού, παρόλο, το μεγάλο κόστος συντήρησης και την δυσκολία στην εργασία, συνεχίζουν να δουλεύουν παραδοσιακά εδώ και δεκαετίες.