Δράσεις διατήρησης, απειλές και προκλήσεις σε λιβαδικά οικοσυστήματα εντός ΖΕΠ: το παράδειγμα των όρνιων (Gyps fulvus) στη Δυτική Ελλάδα
Τα όρνια (Gyps fulvus) αποτελούσαν παλαιότερα το κοινότερο και πλέον διαδεδομένο είδος μεγαλόσωμου αρπακτικού πουλιού της Ελλάδας. Ακολουθώντας τους δρόμους των νομάδων και σήμερα των μετακινούμενων κτηνοτρόφων, συχνά κατά μήκος των ποταμών, απαντούσαν από τα πεδινά λιβάδια στην περιφέρεια εκτεταμένων υγροτόπων και τα χαμηλά βοσκοδάση, ως τις θερινές βοσκές των μεγάλων υψομέτρων της Πίνδου. Πολυάριθμες αποικίες βρίσκονταν κατά μήκος της οροσειράς, αλλά σήμερα μόνο τρεις διατηρούνται ακόμη, φιλοξενώντας λιγότερα από 15 συνολικά ζευγάρια. Μετά το τέλος της αναπαραγωγής τα πουλιά αυτά διασκορπίζονται σε άγνωστες κατευθύνσεις στην οροσειρά της Πίνδου. Τυχαίες παρατηρήσεις δείχνουν ότι ο πληθυσμός αυτός προσελκύει πουλιά και από βορειότερες χώρες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ένα όρνιο που γεννήθηκε στην Κροατία, στο οποίο τοποθετήθηκε δορυφορικός πομπός στη βόρεια Ιταλία και που το 2013 επισκέφτηκε τα Ακαρνανικά Όρη, τον Μπούμιστο, τα Άγραφα, τα Τζουμέρκα και το Ξηροβούνι, κουρνιάζοντας συχνά σε θέσεις εγκαταλειμμένων αποικιών όρνιων. Οι περιοχές αυτές έχουν χαρακτηρισθεί ως ΖΕΠ (Ζώνες Ειδικής Προστασίας του δικτύου Natura 2000 «για τη διατήρηση της ορνιθοπανίδας»). Ωστόσο λόγω κυρίως της παράνομης χρήσης δηλητηριασμένων δολωμάτων με στόχο το έλεγχο των σαρκοφάγων θηλαστικών, πολλές ΖΕΠ έχουν χάσει τα εμβληματικά αρπακτικά τους: τον γυπαετό, το όρνιο, τον ασπροπάρη και το χρυσαετό. Τα είδη αυτά συμπεριλαμβάνονται πλέον στο Ελληνικό Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων. Ταυτόχρονα, δεκάδες αιολικοί σταθμοί σχεδιάζονται χωρίς οι Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων να αξιολογούν τη διεθνή σημασία της οροσειράς για τα αρπακτικά πουλιά. Κοινές ενέργειες για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας σε όλες τις ΖΕΠ με άξονα την μετακινούμενη εκτατική κτηνοτροφία, αποτελούν σήμερα επείγουσα προτεραιότητα. Δράσεις υποστήριξης της παραγωγής και προώθησης ποιοτικών κτηνοτροφικών προϊόντων μπορούν να συνδέσουν τη διατήρηση των εμβληματικών αρπακτικών πουλιών με την πλούσια πολιτισμική κληρονομιά της περιοχής μέρος της οποίας αποτελεί η δραστηριότητα της μετακινούμενης κτηνοτροφίας.
Η αξία διαφορετικών οικοτόπων ως κυνηγοτόπων για το λαγό στους Νομούς Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής
Τα μεσογειακά οικοσυστήματα χαρακτηρίζονται από ποικιλία οικοτόπων. Διαφορετικοί οικότοποι έχουν διαφορετική θηρευτική αξία. Η αξία αυτή εξετάστηκε ως προς την κάρπωση λαγών. Για 291 λαγούς (Lepus europaeus) καταγράφηκε ο οικότοπος στην περιοχή θήρευσης τους στους Νομούς Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής. Η μεγαλύτερη κάρπωση στη μονάδα επιφάνειας καταγράφηκε στους οικοτόπους όπου εναλλάσσονται οι καλλιέργειες των σιτηρών ή των ελαιώνων με τη δασική βλάστηση. Η μικρότερη καταγράφηκε στις δασικές εκτάσεις με δενδρώδη βλάστηση και στις πεδινές περιοχές με εντατική γεωργία. Η ταξινόμηση των οικοτόπων ως προς τη θηρευτική τους αξία μπορεί να συμβάλλει στην ενδεδειγμένη επιλογή των περιοχών όπου πρέπει να δίνεται προτεραιότητα για τη διαχείριση.
Ακάρεα της οικογένειας Phytoseiidae (Acari: Mesostigmata) που απαντούν σε αγρωστώδη φυτά λιβαδιών και λειμώνων
Τα ακάρεα ως ομάδα έχουν παγκόσμια εξάπλωση και μέγιστη συμβολή στην βιοποικιλότητα της πανίδας σε ευρύ φάσμα εδαφικών, λιβαδικών ή λειμωνίων τύπων. Τα ακάρεα της οικογένειας
Phytoseiidae που απαντούν στα λιβάδια είναι κυρίως αρπακτικά άλλων ασπονδύλων, ενώ κάποια τρέφονται με μύκητες, γύρη και χυμούς φύλλων ανώτερων φυτών. Κατά την παρούσα μελέτη, συλλέχθηκαν και εξετάστηκαν δείγματα αγρωστωδών φυτών από διάφορα λιβαδικά οικοσυστήματα της Ελλάδας. Ευρέθησαν συνολικά 23 είδη ακάρεων της οικογένειας Phytoseiidae τα οποία ανήκουν σε 2 υποοικογένειες (Amblyseiinae, Typhlodrominae), 7 γένη (Amblyseius, Arrenoseius, Graminaseius, Neoseiulus, Proprioseiopsis, Transeius, Typhlodromus) και 2 υπογένη (Anthoseius, Typhlodromus).
Η παρουσία της οικογένειας Phytoseiidae (Acari: Mesostigmata) σε δασικά είδη της οικογένειας Fagaceae
Η οικογένεια Phytoseiidae αποτελείται από χερσαία ακάρεα τα οποία ζουν πάνω σε φυτά και τρέφονται κυρίως με άλλα ακάρεα (π.χ. Tetranychidae, Tenuipalpidae, Tarsonemidae, Eriophyoidea κ.α.) καθώς και άλλα αρθρόποδα όπως κοκκοειδή έντομα τα οποία πιθανόν να αποτελούν σημαντικούς εχθρούς μεταξύ άλλων και των δασικών ειδών της οικογένειας Fagaceae. Εξετάσθηκε σημαντικός αριθμός φυτικών δειγμάτων 7 ειδών της οικογένειας Fagaceae, και συγκεκριμένα των Castanea sativa Mill., Fagus sylvatica L., Quercus aegilops L., Quercus coccifera L., Quercus ilex L., Quercus macedonica A.DC. και Quercus pubescens Willd., από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Η παρούσα μελέτη έδειξε την παρουσία 31 ειδών ακάρεων της οικογένειας Phytoseiidae τα οποία ανήκουν σε 3 υποοικογένειες (Amblyseiinae, Phytoseiinae, Typhlodrominae), 9 γένη (Amblyseius, Aristadromips, Euseius, Kampimodromus, Neoseiulella, Paraseiulus, Phytoseius, Typhlodromus, Typhloseiulus) και 2 υπογένη (Anthoseius, Typhlodromus). Από τα είδη αυτά, 6 έχουν ήδη περιγραφεί ως νέα για την επιστήμη ενώ το είδος Aristadromips massei (Nesbitt) αποτελεί νέα καταγραφή για την πανίδα της Ελλάδος.
Η σημασία των υγρολιβαδικών εκτάσεων της περιοχής του Κατσικά για την διατήρηση των απειλούμενων υδρόβιων ειδών ορνιθοπανίδας της λίμνης Παμβώτιδας
Στη συγκεκριμένη εργασία μελετήθηκε η χρήση των υγρολιβαδικών εκτάσεων της περιοχής του Κατσικά, στο νότιο τμήμα της λίμνης Παμβώτιδας, από τα υδρόβια είδη ορνιθοπανίδας, κατά τη διάρκεια δύο χρονικών περιόδων (χειμώνας/άνοιξη 2010-2011 και χειμώνας/άνοιξη 2012-2013). Σκοπός της εργασίας είναι η διερεύνηση της σημαντικότητας των υγρολιβαδικών εκτάσεων για τα απειλούμενα υδρόβια είδη της Παμβώτιδας, με παράλληλη αξιοποίηση παλαιότερων αδημοσίευτων δεδομένων. Οι καταγραφές πραγματοποιήθηκαν το διάστημα από 14 Δεκεμβρίου έως 19 Ιουνίου, ανά 7 ημέρες, με την μέθοδο των Σημειακών Καταγραφών (point counts), με σημεία θέας χωροθετημένα έτσι ώστε να υπάρχει πλήρης οπτική κάλυψη της περιοχής μελέτης. Επιπρόσθετα, μια φορά το μήνα, τις ίδιες ημερομηνίες για κάθε χρονική περίοδο, χαρτογραφήθηκαν οι πλημμυρισμένες εκτάσεις εντός των υγρολίβαδων. Από 77 είδη υδροβίων που έχουν καταγραφεί συνολικά στη λίμνη, ποσοστό 76,62% καταγράφηκε και στις υγρολιβαδικές εκτάσεις Κατσικά. Είκοσι είδη συμπεριλαμβάνονται στο Ελληνικό Κόκκινο Βιβλίο, με 16 από αυτά (ποσοστό 80%) να εντοπίζονται και στην περιοχή μελέτης. Επίσης 28 είδη συμπεριλαμβάνονται στο παράρτημα Ι της Οδηγίας 2009/147/ΕΚ, με 21 από αυτά (ποσοστό 75%) να καταγράφονται και στην περιοχή μελέτης. Κατά την χαρτογράφηση παρατηρήθηκαν διαφορές στην έκταση των πλημμυρισμένων περιοχών μεταξύ των δύο χρονικών περιόδων. Συγκεκριμένα το χειμώνα του 2010-2011 και την άνοιξη του 2011 οι εκτάσεις αυτές ήταν σαφώς μεγαλύτερες. Τα περισσότερα είδη προτεραιότητας για διατήρηση και οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί τους καταγράφηκαν την περίοδο χειμώνας/άνοιξη 2010-2011, απ’ όπου προκύπτει πως για την παρουσία σημαντικών αριθμών απειλούμενων ειδών στην Παμβώτιδα, είναι απαραίτητη η ύπαρξη πλημμυρισμένων εκτάσεων από τον χειμώνα μέχρι το τέλος της εαρινής μεταναστευτικής περιόδου. Τα αποτελέσματα συνηγορούν στην επιτακτική ανάγκη αποκατάστασης των κρίσιμων ενδιαιτημάτων των υδροβίων ειδών, στη συγκεκριμένη περιοχή, με τη δημιουργία υγροτοπικού πάρκου.